ἀριζήλως

ἀριζήλως
ἀρίζηλος
y
adverbial (epic)
ἀρίζηλος
y
masc acc pl (epic doric)
ἀρίζηλος
y
adverbial (epic)
ἀρίζηλος
y
masc/fem acc pl (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρίζηλος — ἀρίζηλος, ον και η, ον (Α) Ι. 1. φανερός, καταφανής 2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός 4. (για πρόσωπα) θαυμαστός II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”